- τρόχαλο
- το, Ν1. χαλίκι, σκύρο2. βότσαλο, κροκάλη3. φρ. α) «έφαγε τα τρόχαλα»μτφ. κατέβαλε επίμονες και απεγνωσμένες προσπάθειες, χάλασε τον κόσμοβ) «έφαγε τρόχαλα και χαλινάρι»μτφ. έκανε πολλούς δρόμους, ταλαιπωρήθηκε από το πολύ περπάτημα.[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού ουδ. τού επιθ. τροχαλός με αναβιβασμό του τόνου].
Dictionary of Greek. 2013.